Οι ρευματικές παθήσεις είναι συχνές στην αναπαραγωγική ηλικία των γυναικών. Στην πρόσφατη πανελλήνια επιδημιολογική έρευνα για τις ρευματικές παθήσεις στο γενικό πληθυσμό ενηλίκων της χώρας μας, που οργανώθηκε και πραγματοποιήθηκε από το Ελληνικό Ίδρυμα Ρευματολογικών Ερευνών, ο επιπολασμός, δηλ. η συχνότητα, του συνόλου των ρευματικών παθήσεων βρέθηκε στο επίπεδο του 14% των γυναικών ηλικίας 19-46 ετών. Επομένως, είναι συχνό το φαινόμενο μια γυναίκα με ρευματική πάθηση να μείνει έγκυος ή να εμφανιστεί ρευματική πάθηση κατά τη διάρκεια της κύησης.
Έτσι δημιουργούνται συχνά τα παρακάτω ερωτήματα που έχουν μεγάλη κλινική και πρακτική σημασία:
Τα κυριότερα φάρμακα που χρησιμοποιούνται για την αντιμετώπιση των ρευματικών παθήσεων και στα οποία αναφέρονται τα παραπάνω ερωτήματα είναι:
Ακολουθούν σύντομες απαντήσεις στα παραπάνω έξι βασικά ερωτήματα.
Τα φάρμακα, που χρησιμοποιούνται για την αντιμετώπιση των ρευματικών παθήσεων, επηρεάζουν τη γονιμότητα;
Από όλα τα φάρμακα που χρησιμοποιούνται για την αντιμετώπιση των ρευματικών παθήσεων μόνο η κυκλοφωσφαμίδη είναι γοναδοτοξική και μπορεί να προκαλέσει στείρωση. Ωστόσο, η χορήγησή της είναι απαραίτητη σε πολλές περιπτώσεις ασθενών με αυτοάνοσες παθήσεις και προσβολή ζωτικών οργάνων (π.χ. συστηματικός ερυθηματώδης λύκος, αγγειίτιδες κ.ά.). Αν οι περιπτώσεις αυτές αφορούν νέες γυναίκες που δεν έχουν παιδιά, τότε με στόχο τη διαφύλαξη της γονιμότητας ο θεράπων γιατρός ρευματολόγος μπορεί να κρίνει αναγκαία τη χορήγηση ενός συνθετικού φαρμάκου ανάλογου της εκλυτικής ορμόνης της γοναδοτροφίνης κατά τη διάρκεια της θεραπείας με κυκλοφωσφαμίδη.
Επιτρέπεται η κύηση σε γυναίκα με ρευματική πάθηση;
Η κύηση επιτρέπεται στις γυναίκες με οποιαδήποτε ρευματική πάθηση με εξαίρεση τις αυτοάνοσες ρευματικές παθήσεις. Σε γυναίκες με αυτοάνοσες ρευματικές παθήσεις επιτρέπεται επίσης η κύηση εφόσον πληρούνται οι παρακάτω όροι:
Ποια από τα φάρμακα, που χρησιμοποιούνται για την αντιμετώπιση των ρευματικών παθήσεων, μπορεί να χορηγούνται στη διάρκεια της κύησης;
Τα παρακάτω φάρμακα δεν έχουν τερατογόνο δράση ούτε ανεπιθύμητες ενέργειες στο έμβρυο και μπορεί να χορηγούνται κατά τη διάρκεια της κύησης:
Ποια από τα φάρμακα, που χρησιμοποιούνται για την αντιμετώπιση των ρευματικών παθήσεων, δεν πρέπει να χορηγούνται στη διάρκεια της κύησης;
Ορισμένα φάρμακα έχουν τερατογόνο δράση και δεν πρέπει να χορηγούνται κατά τη διάρκεια της κύησης. Τα φάρμακα αυτά είναι:
ʼλλα φάρμακα έχουν ανεπιθύμητες ενέργειες στο έμβρυο και δεν πρέπει να χορηγούνται κατά τη διάρκεια της κύησης. Τα φάρμακα αυτά είναι:
Επίσης, δεν πρέπει να χορηγούνται κατά το 1ο και 2ο τρίμηνο της κύησης μερικά φάρμακα, για τα οποία είναι άγνωστο αν έχουν τερατογόνο δράση, όπως:
Τέλος, δεν πρέπει να χορηγούνται κατά τη διάρκεια της κύησης φάρμακα, για τα οποία δεν υπάρχουν ακόμη επαρκή δεδομένα για το αν έχουν ή όχι τερατογόνο δράση ή ανεπιθύμητες ενέργειες στο έμβρυο, όπως:
Επιτρέπεται ο θηλασμός κατά τη διάρκεια της λήψης φαρμάκων, που χρησιμοποιούνται για την αντιμετώπιση των ρευματικών παθήσεων;
Επιπλοκές της κύησης, που σχετίζονται με ρευματικές παθήσεις, στη μητέρα ή στο έμβρυο
Γυναίκες με αυτοάνοσες ρευματικές παθήσεις μπορεί κατά τη διάρκεια της κύησης να παρουσιάσουν επιπλοκές ως αποτέλεσμα αλληλεπίδρασης μεταξύ κύησης και αυτοάνοσης ρευματικής πάθησης. Οι επιπλοκές αυτές μπορεί να αφορούν τη μητέρα ή/και το έμβρυο. Ωστόσο, σε ορισμένες παθήσεις η κύηση μπορεί να έχει ευεργετική επίδραση στη νόσο και να σημειωθεί σημαντική βελτίωση ή και ύφεση των κλινικών της εκδηλώσεων, όπως π.χ. συμβαίνει μερικές φορές στη ρευματοειδή αρθρίτιδα ή στη νόσο Αδαμαντιάδη-Behcet.
Ποιες είναι οι επιπλοκές της κύησης στην έγκυο;
Στις κυριότερες επιπλοκές της κύησης που αφορούν την έγκυο με αυτοάνοση ρευματική πάθηση περιλαμβάνονται η προεκλαμψία και η έξαρση της ρευματικής πάθησης.
1. Προεκλαμψία
Η προεκλαμψία χαρακτηρίζεται από υπέρταση και λευκωματουρία και μπορεί να εμφανιστεί σε ασθενείς με:
Συμπτώματα που οδηγούν την κλινική σκέψη προς την προεκλαμψία είναι η κεφαλαλγία, οι διαταραχές στην όραση και ο πόνος στο επιγάστριο. Η προεκλαμψία μπορεί να έχει σοβαρές συνέπειες, όπως αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο, καρδιακή ανεπάρκεια ή εκλαμψία δηλ. σπασμούς και κώμα.
Παράγοντες κινδύνου για την εμφάνιση προεκλαμψίας αποτελούν:
Για την έγκαιρη διάγνωση και τη σωστή αντιμετώπιση της προεκλαμψίας χρειάζεται:
2. Έξαρση της αυτοάνοσης ρευματικής πάθησης
Κατά τη διάρκεια της κύησης μπορεί να εμφανιστεί έξαρση της νόσου σε ασθενείς με:
Η έξαρση της νόσου παίζει σημαντικό ρόλο στην έκβαση της κύησης, αφού σχετίζεται συχνά με την εμφάνιση επιπλοκών τόσο στην έγκυο όσο και στο έμβρυο. Είναι επομένως προφανής η μεγάλη σημασία της έγκαιρης διάγνωσης και της άμεσης και αποτελεσματικής θεραπευτικής παρέμβασης. Για την έγκαιρη αποκάλυψη της έξαρσης της νόσου είναι απαραίτητη η τακτική κλινικοεργαστηριακή παρακολούθηση της εγκύου από το γυναικολόγο σε συνεργασία με το θεράποντα γιατρό ρευματολόγο. Για τη θεραπευτική αντιμετώπιση της έξαρσης της νόσου συνήθως χρησιμοποιούνται:
Είναι αυτονόητο ότι το θεραπευτικό σχήμα, που θα εφαρμοστεί σε μια συγκεκριμένη περίπτωση εγκύου για την αντιμετώπιση της έξαρσης της νόσου της, δηλ. ποιο φάρμακο ή ποιος συνδυασμός φαρμάκων από τα παραπάνω ή άλλα φάρμακα θα χρησιμοποιηθούν, καθορίζεται από το θεράποντα γιατρό ρευματολόγο σε συνεργασία με το γυναικολόγο με βάση όλα τα δεδομένα της συγκεκριμένης εγκύου ασθενούς με αυτοάνοση ρευματική πάθηση.
Ποιες είναι οι επιπλοκές της κύησης στο έμβρυο;
Στις κυριότερες επιπλοκές της κύησης που αφορούν το έμβρυο περιλαμβάνονται η απώλεια του εμβρύου, ο πρόωρος τοκετός και η καθυστέρηση της ενδομήτριας ανάπτυξης.
1. Απώλεια του εμβρύου
Απώλεια του εμβρύου μπορεί να συμβεί σε ασθενείς με:
2. Πρόωρος τοκετός
Πρόωρος τοκετός μπορεί να συμβεί σε ασθενείς με:
3. Καθυστέρηση της ενδομήτριας ανάπτυξης
Καθυστέρηση της ενδομήτριας ανάπτυξης του εμβρύου μπορεί να συμβεί σε ασθενείς με:
Παράγοντες κινδύνου για την εμφάνιση στο έμβρυο επιπλοκών της κύησης, που σχετίζονται με πολλές από τις παραπάνω αυτοάνοσες ρευματικές παθήσεις, είναι:
Πρόληψη των επιπλοκών της κύησης που αφορούν την έγκυο ή το έμβρυο
Για την πρόληψη της εμφάνισης στην έγκυο ή στο έμβρυο επιπλοκών της κύησης, που σχετίζονται με αυτοάνοσες ρευματικές παθήσεις, είναι σημαντικό να ακολουθούνται οι εξατομικευμένες για κάθε περίπτωση συστάσεις του γυναικολόγου και του ρευματολόγου. Ωστόσο, σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις έχουν εφαρμογή ορισμένα γενικά μέτρα, όπως:
Δρ Αλέξανδρος Ανδριανάκος
Ρευματολόγος
Α.Ε. Καθηγητής Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών
Πρόεδρος Ελληνικού Ιδρύματος Ρευματολογίας